- свернуть
- -ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1. περιτυλίγω•
свернуть ковр περιτυλίγω το χαλί, συστέλλω, μαζεύω.
2. στρίβω, συστρέφω•свернуть папиросу στρίβω τσιγάρο.
3. συμπτύσσω, περιστέλλω, συμμαζεύω• μειώνω, ελαττώνω την έκταση ή το μέγεθος•свернуть фронт συμπτύσσω την έκταση του μετώπου.
|| καταργώ προσωρινά.4. (στρατ.) κλιμακώνω κατά βάθος.5. στρίβω, στρέφω, κόβω•свернуть налево κόβω αριστερά.
6. μτφ. αλλάζω•свернуть разговор γυρίζω αλλού την κουβέντα.
7. στρέφω•свернуть голову направо στρέφω το κεφάλι δεξιά.
|| εξαρθρώνω, διαστρέφω, στραμπουλίζω•свернуть ногу στραμπουλίζω το πόδι.
8. μετακινώ, σπρώχνω χτυπώντας. || στραβώνω χτυπώντας•свернуть ему -ли челюсть в драке του στράβωσαν το σιαγόνι στον καυγά.
9. (απλ.) με πιάνει καλλάζουσα ασθένεια. || ξεστρίβω, βγάζω. || χαλνώ, φθείρω, καταστρέφω•свернуть резьбу гайки χαλνώ την ελικοειδή εγκοπή του περικοχλίου•
свернуть ключ χαλνώ το κλειδί από το συχνό στρίψιμο.
εκφρ.свернуть голову ή шею – (για πτηνά, ζώα)• θανατώνω με στρίψιμο του κεφαλιού ή του λαιμού.свернуться1. περιτυλίγομαι. || κουβαριάζομαι, κουλουριάζομαι•собака -лась калачиком το σκυλί κουλουριάστηκε.
2. συμπυκνώνομαι, πήζω• κόβω•кровь -лась το αίμα έπηξε•
молоко -лось το γάλα έκοψε.
3. μτφ. συμπτύσσομαι, συμμαζεύομαι• σμικρύνομαι.4. (στρατ.) κλιμακώνομαι κατά βάθος.5. καταργούμαι προσωρινά.6. περιστρέφομαι, γυρίζω-αλλάζω (για ομιλία κ.τ.τ.).7. στραβώνω από το χτύπημα.8. (απλ.) πέφτω χάμω, σωριάζομαι•пьяный -лся ο μεθυσμένος σωριάστηκε καταγής.
9. πεθαίνω (από αρρώστεια).10. φθείρομαι (από το συχνό στρίψιμο και ξεστρίψιμο).
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.